ΓΕΩΡΓΙΟΣ Φ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ (ή Φίλος)
Πλήρης ημερών, ύστερα από ολιγοχρόνια σωματική αδυναμία και ανεπαίσθητη πνευματική κάμψη, ο φίλτατος Γιώργος Φωτίου Παναγιωτάκης μας αποχαιρέτησε για το χωρίς γυρισμό ταξίδι του λίγες ημέρες πριν από το περυσινό Πάσχα.
Παπαδοπαίδι, γέννημα – θρέμμα της Επισκοπής, άνθρωπος με στέρεο ηθικό υπόβαθρο, βαθύ σεβασμό στα θεία και ακλόνητη πίστη στον Θεό, άπειρη αγάπη στον άνθρωπο και ανυπόκριτη φιλαλληλία, ήταν ένα αληθινό κόσμημα, ένα φωτερό διαμάντι, όχι μόνο στην κοινωνία του χωριού, αλλά και σε πολύ περισσότερους ακόμη και μακρινούς τόπους, καθώς το επάγγελμα του οδηγού που για χρόνια πολλά ασκούσε με άκρα ευσυνειδησία και ακεραιότητα, είτε σε τουριστικά λεωφορεία είτε σε ταξί, του επέτρεπε να συναναστρέφεται αδιάκοπα και σε καθημερινή βάση τους ανθρώπους οπουδήποτε και να προσφέρει τις υπηρεσίες του με αγνή και πρόθυμη διάθεση και ανυστεροβουλία αληθινή. Δεν ήταν υπόδειγμα επαγγελματία μόνο τίμιου και ευγενικού, μα και οικογενειάρχη άψογου και πολίτη ευυπόληπτου, με πλήρη συνείδηση του ρόλου που υπαγορεύει η ορθόδοξη οικογενειακή και προσωπική ευθύνη σε όλα τα επίπεδα και τις διαστάσεις της. Επιβεβαίωση αδιάψευστη, η λαμπρή οικογένεια που έχουν δημιουργήσει σήμερα η εξαίρετη κόρη του Ελένη και ο φίλτατος γαμπρός του Μανόλης.
Προικισμένος από τη φύση με προσόντα και αρετές που η ευπρεπής οικογενειακή αγωγή και ο στοχαστικός νους και η καλοκάγαθη ψυχή του επαύξησαν και πολλαπλασίασαν, ένιωθε τη ζωή ως κατεξοχήν κοινωνική συμβίωση, πίστη και συναίσθημα που εδραίωναν και εγκαρδίωναν η λεπτότητα και αβρότητα των τρόπων του, η προσήνεια και η ευπροσηγορία του, η γλυκομιλησιά του. Επακολούθημα αυτής της συμπεριφοράς υπήρξε η σύναψη και καλλιέργεια χωρίς περιορισμούς ανθρώπινων σχέσεων, καθώς διαπνεόταν από φιλικές διαθέσεις και φιλικά αισθήματα προς τους ανθρώπους, τους οποίους πάντοτε έβλεπε ως alter ego. Έτσι ερμηνεύεται και το παρωνύμιο, το παρατσούκλι που του προσήψαν –και που πολλοί αναντίρρητα θα ζήλευαν: φίλος. Η ιερότερη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, η πιο άδολη, η πιο αγνή και ευλογημένη! Κι ενώ τα παρατσούκλια αποδίδονται συνήθως με σκωπτική διάθεση και συνδέονται με κάποια σωματική αδυναμία ή κυρίως μειωτική πλευρά του ανθρώπινου χαρακτήρα, στην προκειμένη περίπτωση παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο. Η μειλιχιότητα και η καλοκαγαθία νικούν κάθε περιπαικτική ή χλευαστική επιρρέπεια και δεν αφήνουν περιθώρια για ειρωνεία και εμπαιγμό ή αντιπαραθέσεις και εχθρότητες. Ποιος, αλήθεια, δεν θα ’θελε στη ζωή του να προσφωνεί και να προσφωνείται έτσι, δηλ. φίλος, από τους συνανθρώπους του, ασχέτως με το αν είναι περισσότερο ή λιγότερο οικείοι και γνωστοί του;
Για όλους ο Γιώργος ήταν φίλος και όλοι γι αυτόν ήταν φίλοι. Ευγενής, καλοπροαίρετος, πρόσχαρος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και την αγάπη στην καρδιά σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή. Σαν σου ’δινε το χέρι για χαιρετισμό ένιωθες εσώψυχα τη θέρμη και την εγκαρδιότητά του, σαν σου μιλούσε ή σου χαμογελούσε αντιλαμβανόσουν πάραυτα την αγαθή προαίρεση και τη γνησιότητα των αισθημάτων και των προθέσεών του.
Δείγμα, επιπλέον, ατράνταχτο της έκδηλης κοινωνικότητας και της πολυφιλίας του αποτελούσαν και οι συχνές συντροφιές και παρέες που ή ο ίδιος διοργάνωνε ή συμμετείχε καλεσμένος από άλλους, όντας περιζήτητος σε συνάξεις κι έσμιξες χαράς κι αληθινής ψυχαγωγίας, όπου και αποτελούσε το επίκεντρο, καθώς διέθετε, μαζί με τ’ άλλα του χαρίσματα, κι ένα πηγαίο και αυθεντικό χιούμορ, λεπτό και πνευματώδες, χάρη στο οποίο γεννούσε κλίμα ευφροσύνης και ενθουσιασμού οδηγώντας σύσσωμη τη συντροφιά σε γέλιο, ακόμη και μέχρι δακρύων. Τρόπο και ύφος όμως προσωπικό και ιδιαίτερο δεν είχε μόνο ως αφηγητής στα κομψά και όμορφα αστεία και ανέκδοτά του, αλλά και ως τραγουδιστής. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος, αγαπούσε τη μουσική και τους χορούς του τόπου μας, ήταν ένας ατόφιος κρητικός μερακλής. Πρόθυμα χάριζε τις όμορφες μαντινάδες του στις παρέες και συντροφιές του, αλλά και σε γλέντια και πανηγύρια συχνά τραγουδούσε δίπλα στον μεγάλο Επισκοπιανό βιολάτορα και φίλο του, τον Ηρακλή, και όχι μόνο. Είναι αδύνατο να σβηστούν από τη μνήμη και την ψυχή οι όμορφες παρέες που με εκλεκτούς φίλους είχαμε διοργανώσει.
Εύλογα, για όλα τούτα, ο Γιώργος Παναγιωτάκης ήταν πλατιά λαοφιλής αξιαγάπητος κι αξιεκτίμητος.
Κουμπάρε και φίλε μου, αγαπημένε κι αλησμόνητε! Μακροημέρευσες σε τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο γευόμενος χαρές και λύπες, έζησες ωστόσο ζωή ήρεμη, αξιόπρεπη, ανθρώπινη, αγάπησες και αγαπήθηκες, είχες μόνο φίλους, έπραττες πάντοτε το καλό και το αγαθό, ήσουν μακριά από την αδικία και την κακότητα. Και αφού αγωνίστηκες «τον αγώνα τον καλόν», ο Κύριος σε κάλεσε κοντά Του στην αιωνιότητα και την αθανασία, θέση για την οποία τη μεγαλύτερη εγγύηση αποτελεί η εγκόσμια ηθική και θεάρεστη ζωή σου.
Με τη συμπλήρωση ενός έτους από της εν Κυρίω ανάπαυσής σου, τα ταπεινά τούτα λόγια ας είναι ταπεινό μνημόσυνο, ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη σου και ύστατος χαιρετισμός, μιας και λόγοι ανώτεροι από τη θέλησή μου δεν επέτρεψαν να σ’ αποχαιρετήσω την ημέρα της εξόδιας τελετής και της μετάβασής σου στους ουρανούς, στους κόλπους του Πανάγαθου Θεού, που η αγάπη Του δεν μπορεί παρά να σ’ έχει αξιώσει.
Και το φετινό Πάσχα το γιορτάζομε χωρίς εσένα, με τη μορφή όμως και την ανθρωπιά σου στέρεα φωλεμένη βαθιά στην καρδιά και τη θύμησή μας.
Ας είναι αιωνία η μνήμη σου, αείμνηστε φίλε όλων εκείνων που σε γνώρισαν.
Κώστας Παπαδάκης